- μεσοπίθηκος
- ο(παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος κατάρρινων πιθήκων τής υποοικογένειας cercopithecinae, που ήταν οι πρώτοι εδαφόβιοι πίθηκοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek